Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



φρικώδη, τα


Ερμηνεία:

 [ο, η φρικώδης, το φρικώδες (ο απαίσιος, ο τρομερός)]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) φρίσσω, φρίττω (έχω ανώμαλη επιφάνεια, είμαι ανατριχιασμένος, ανατριχιάζω, έχω ανατριχίλα) < (Όμηρ.) η φρίξ, της φρικός (φρίκη)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: